λαβύρινθοι

λαβύρινθοι
λαβύρινθος
labyrinth
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομητός — οἰκοδομητός, ή, όν (Α) [οικοδομώ] οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… …   Dictionary of Greek

  • ηθμοειδές οστό — Οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου και πίσω από το μετωπιαίο και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το μέσο και τα πλάγια. Το μέσο περιλαμβάνει το οριζόντιο ή τετρημμένο πέταλο και το κάθετο, που αποτελεί το επάνω μέρος του ρινικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”